υδραζόνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών χημικών ενώσεων που λαμβάνονται με συμπύκνωση μιας αλδεΰδης ή μιας κετόνης με μια υποκατεστημένη υδραζίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hydrazone < hydraz (< hydrazine, βλ. υδραζίνη) + ket one «κετόνη»] … Dictionary of Greek
γλυκόζη — Οργανική ένωση, του τύπου C6H12Ο6, που ανήκει στην τάξη των σακχάρων. Είναι ένας μονοσακχαρίτης με 6 άτομα άνθρακα (εξόζη), με μία αλδεϋδική ομάδα (αλδόζη). Στη φύση βρίσκεται στα φρούτα, σε πολλούς γλυκοζίτες, στο αίμα, όπου περιέχεται σε… … Dictionary of Greek
κετόνες — Ομάδα οργανικών ενώσεων με τον γενικό χημικό τύπο:  Oι κ. περιέχουν στο μόριό τους μια χαρακτηριστική ομάδα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα ενωμένο με έναν διπλό δεσμό με ένα άτομο οξυγόνου. Η ομάδα αυτή ονομάζεται καρβονύλιο (C = Ο) και… … Dictionary of Greek
σεμικαρβαζίδιο — το, Ν χημ. αζωτούχα χημική ένωση που έχει βασικό χαρακτήρα ανάλογο προς την υδραζίνη και είναι κρυσταλλικό στερεό σώμα το οποίο τήκεται στους 90° … Dictionary of Greek
υδραζίδιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών αζωτούχων οργανικών ενώσεων, τών οποίων τα μόρια μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχονται από την αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου τού μορίου τής υδραζίνης από ένα ακύλιο, καθώς και τών υποκατεστημένων παραγώγων… … Dictionary of Greek
υδραζίνιο — το, Ν χημ. κατιόν που σχηματίζεται κατά την πρόσληψη ενός πρωτονίου (υδροκατιόντος) από την υδραζίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrazinium < hydr (< υδρ[ο]*) + az (< azote, πρβλ. άζωτο) + κατάλ. inium] … Dictionary of Greek
υδραζιδίνη — η, Ν χημ. ονομασία καθενός από τα παράγωγα τής υδραζίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hydrazidine < hydrazine (βλ. υδραζίνη) + κατάλ. idine] … Dictionary of Greek
υδραζινο- — Ν χημ. πρόθημα που δηλώνει την παρουσία τής ομάδας Η2Ν ΝΗ στο μόριο μιας οργανικής ένωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. hydrazino (< υδρ[ο] * + αζινο , πρβλ. υδραζίνη)] … Dictionary of Greek
φαινυλυδραζίνη — η, Ν χημ. μονοκυκλική αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, φαινυλοπαράγωγο τής υδραζίνης, γνωστή και ως υδραζινοβενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenylhydrazine < phenyl (βλ. φαινύλιο) + hydrazine (βλ. υδραζίνη)] … Dictionary of Greek
φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται … Dictionary of Greek