υδραζίνη

υδραζίνη
η, Ν
χημ. ανόργανη χημική ένωση τού αζώτου και τού υδρογόνου καθώς και συνοπτική ονομασία τών οργανικών ενώσεων που είναι παράγωγά της και τα οποία προκύπτουν κατά την αντικατάσταση ενός ή περισσότερων ατόμων υδρογόνου τού μορίου της από οργανικές ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrazine < hydr- (< υδρ[ο]-*) + az- (< azote, πρβλ. άζωτο) + κατάλ. -ine. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδραζόνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών χημικών ενώσεων που λαμβάνονται με συμπύκνωση μιας αλδεΰδης ή μιας κετόνης με μια υποκατεστημένη υδραζίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hydrazone < hydraz (< hydrazine, βλ. υδραζίνη) + ket one «κετόνη»] …   Dictionary of Greek

  • γλυκόζη — Οργανική ένωση, του τύπου C6H12Ο6, που ανήκει στην τάξη των σακχάρων. Είναι ένας μονοσακχαρίτης με 6 άτομα άνθρακα (εξόζη), με μία αλδεϋδική ομάδα (αλδόζη). Στη φύση βρίσκεται στα φρούτα, σε πολλούς γλυκοζίτες, στο αίμα, όπου περιέχεται σε… …   Dictionary of Greek

  • κετόνες — Ομάδα οργανικών ενώσεων με τον γενικό χημικό τύπο:  Oι κ. περιέχουν στο μόριό τους μια χαρακτηριστική ομάδα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα ενωμένο με έναν διπλό δεσμό με ένα άτομο οξυγόνου. Η ομάδα αυτή ονομάζεται καρβονύλιο (C = Ο) και… …   Dictionary of Greek

  • σεμικαρβαζίδιο — το, Ν χημ. αζωτούχα χημική ένωση που έχει βασικό χαρακτήρα ανάλογο προς την υδραζίνη και είναι κρυσταλλικό στερεό σώμα το οποίο τήκεται στους 90° …   Dictionary of Greek

  • υδραζίδιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών αζωτούχων οργανικών ενώσεων, τών οποίων τα μόρια μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχονται από την αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου τού μορίου τής υδραζίνης από ένα ακύλιο, καθώς και τών υποκατεστημένων παραγώγων… …   Dictionary of Greek

  • υδραζίνιο — το, Ν χημ. κατιόν που σχηματίζεται κατά την πρόσληψη ενός πρωτονίου (υδροκατιόντος) από την υδραζίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrazinium < hydr (< υδρ[ο]*) + az (< azote, πρβλ. άζωτο) + κατάλ. inium] …   Dictionary of Greek

  • υδραζιδίνη — η, Ν χημ. ονομασία καθενός από τα παράγωγα τής υδραζίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hydrazidine < hydrazine (βλ. υδραζίνη) + κατάλ. idine] …   Dictionary of Greek

  • υδραζινο- — Ν χημ. πρόθημα που δηλώνει την παρουσία τής ομάδας Η2Ν ΝΗ στο μόριο μιας οργανικής ένωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. hydrazino (< υδρ[ο] * + αζινο , πρβλ. υδραζίνη)] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλυδραζίνη — η, Ν χημ. μονοκυκλική αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, φαινυλοπαράγωγο τής υδραζίνης, γνωστή και ως υδραζινοβενζόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenylhydrazine < phenyl (βλ. φαινύλιο) + hydrazine (βλ. υδραζίνη)] …   Dictionary of Greek

  • φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”